Βγαίνεις καμιά φορά στο δρόμο, ιδίως κάτι Σάββατα πρωί, κι αναρωτιέσαι από που 3εφύτρωσε 3αφνικά τόσος κόσμος. Πού κρυβόταν τόσο καιρό? Και καθώς διασχίζεις το πολυάσχολο πλήθος, 3αφνικά χάνεσαι. Βλέπεις τους άλλους κι αναρωτιέσαι που πήγες. Ξαφνικά η παρουσία σου γίνεται με δυσκολία αντιληπτή κι από τον ίδιο σου τον εαυτό. Γίνεσαι ο ένας μέσα στους πολλούς. Ή για την ακρίβεια ένας ή κάποιος μέσα στους άλλους. Αν ήσουν ο ένας πάει να πει πως κάποια ιδιότητά σου θα σε 3εχώριζε από τους άλλους. Δεν είσαι, όμως, τίποτα άλλο παρά κομμάτι του συνόλου. Δεν έχεις όνομα και κανένας δε σε 3έρει. Όπως όταν κοιτάζεις, καμιά φορά, κάποια μυρμηγκοφωλιά. Τι κόσμος! Τι οχλοβοή! Κι ας μην ακούς εσύ τίποτα. Κανείς δε σε 3έρει και κανέναν δεν 3έρεις. Το σκέφτεσαι λίγο κι αμφιβάλλεις κι ο ίδιος για τον εαυτό σου. Για την ύπαρ3η και την υπόστασή σου. Το 3ανασκέφτεσαι κι αναθεωρείς. Το ότι δε με βλέπουν δε σημαίνει πως δεν υπάρχω κιόλας. Αντιθέτως. Με κάνει δυνατό. Κι όσο δε με βλέπουν μπορώ να κάνω ότι θέλω. Αυτοί μου δίνουν τη δύναμη. Αυτοί που με αγνοούν. Γιατί έγω τους βλέπω και τους παρατηρώ. Γιατί εγώ τους 3έρω. Εκείνοι δεν προσπάθησαν. Κι αφού δεν προσπάθησαν πάει να πει δεν τους νοιάζει. Κι αφού δεν τους νοιάζει γιατί να νοιά3ει εμένα? Κι αν βγω στο δρόμο και τους το φωνά3ω πως είμαι εδώ, πως υπάρχω, πάλι δεν θα τους νοιά3ει. Θα με προσπεράσουν , όπως προσπερνούν κι ο ένας τον άλλον.
Αλλά εγώ δεν είμαι σαν κι αυτούς και δεν θα 'πρεπε να με προσπερνούν έτσι αβίαστα, έτσι χωρίς σκέψη. Εμένα με νοιάζει. Τους το λέω. Δεν με βλέπουν και πάλι. Ούτε και μ΄ακούν. Μιλάω στα δέντρα. Κάτι παραπάνω θα έχουν αν με συμβουλέψουν. Τόσα χρόνια εκείνα ακίνητα και περιφρονημένα και πάλι στέκουν στην ίδια θέση. Κάτι παραπάνω θα 3έρουν. Μα ούτε κι εκείνα μου απαντούν. Μ' ακούν και βυθίζονται στη θλίψη τους. Ποιόν να ρωτήσω να μου πει? Η πλάση ολάκερη γύρω μου σωπαίνει σαν αντικρίζει την απελπισία μου. Κανείς δεν θέλει να μου μιλήσει. Μ' ακούν το 3έρω, μα δεν θέλουν ν' ακούσουν. Βγαίνω στο δρόμο και φωνάζω! Δε φωνάζω για μένα. Δεν θα τους νοιά3ει. Για τη ζωή τους φωνάζω που φεύγει λεπτό το λεπτό, δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο και την αγνοούν όπως κι εμένα. Σκίζω τα ρούχα μου και φωνάζω. Φαίνομαι απελπισμένος και τρελός, το 3έρω, μα ελπίζω πως έτσι θα με προσέ3ουν. Και φωνάζω. Για τη ζωή τους. Κοιτά3τε με! Ακούστε με! Ακούστε την ψυχή σας που χάνεται στο πλήθος..
Αλλά εγώ δεν είμαι σαν κι αυτούς και δεν θα 'πρεπε να με προσπερνούν έτσι αβίαστα, έτσι χωρίς σκέψη. Εμένα με νοιάζει. Τους το λέω. Δεν με βλέπουν και πάλι. Ούτε και μ΄ακούν. Μιλάω στα δέντρα. Κάτι παραπάνω θα έχουν αν με συμβουλέψουν. Τόσα χρόνια εκείνα ακίνητα και περιφρονημένα και πάλι στέκουν στην ίδια θέση. Κάτι παραπάνω θα 3έρουν. Μα ούτε κι εκείνα μου απαντούν. Μ' ακούν και βυθίζονται στη θλίψη τους. Ποιόν να ρωτήσω να μου πει? Η πλάση ολάκερη γύρω μου σωπαίνει σαν αντικρίζει την απελπισία μου. Κανείς δεν θέλει να μου μιλήσει. Μ' ακούν το 3έρω, μα δεν θέλουν ν' ακούσουν. Βγαίνω στο δρόμο και φωνάζω! Δε φωνάζω για μένα. Δεν θα τους νοιά3ει. Για τη ζωή τους φωνάζω που φεύγει λεπτό το λεπτό, δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο και την αγνοούν όπως κι εμένα. Σκίζω τα ρούχα μου και φωνάζω. Φαίνομαι απελπισμένος και τρελός, το 3έρω, μα ελπίζω πως έτσι θα με προσέ3ουν. Και φωνάζω. Για τη ζωή τους. Κοιτά3τε με! Ακούστε με! Ακούστε την ψυχή σας που χάνεται στο πλήθος..