Πετούσε ψηλά για όσο θυμόταν τον εαυτό του. Κοιτούσε πάντα προς τα κάτω. Φρόντιζε τους ανθρώπους και ήταν περήφανος γι' αυτό. Δεν είχε όμως ποτέ του αντικρίσει το φως. Μήτε τον ήλιο μήτε το φεγγάρι. Ποτέ πριν δεν το είχε σκεφτεί, δεν το είχε συνειδητοποιήσει. Κι ας άκουγε συχνά οι άλλοι να μιλούν γι' αυτό. Ώρες εκθείαζαν τις χάρες ενός γεμάτου φεγγαριού ή απολάμβαναν τη ζεστασιά του ήλιου. Τίποτα από αυτά στην ουσία δεν του έλειπε μιας και βρισκόταν πάντα υπό τη σκέπη τους. Ένιωθε την ενέργειά τους και αισθανόταν την παρουσία και τις εναλλαγές τους. Δεν τα είχε όμως ποτέ αντικρίσει κατάματα. Ποτέ πριν δεν το θέλησε μα τώρα το ευχόταν. Χωρίς λόγο. Απλά το ήθελε όσο τίποτε άλλο. Βάλθηκε λοιπόν να βρει τρόπο. Δεν ή3ερε κανέναν σαν κι αυτόν που να το έχει επιχειρήσει. Πιθανότατα γιατί κανείς δεν το είχε σκεφτεί. Η ζωή του ήταν ούτως ή άλλως πλήρης και δεν ένιωθε κάτι να λείπει. Τουλάχιστον μέχρι τώρα. Δεν είχε ακούσει κανέναν να το απαγορεύει, κι όμως ένιωθε πως εκπληρώνοντας την ευχή του θα παρέβαινε κάποιον κανόνα. Κι όμως, ακόμη κι έτσι δεν το ένιωθε λάθος. Ήταν αυτό που ήθελε και τίποτα δεν έμοιαζε πιο σωστό. Αποφάσισε λοιπόν να ρωτήσει μήπως ή3ερε κανείς κάποιον τρόπο, κάτι για να τον βοηθήσει, μα όλοι σε όσους μίλησε τον κοίταζαν με απορία. Ίσως και με ένα αίσθημα τρόμου ή και απέχθειας προς την σκέψη του. Ήταν τόσο παράλογο αυτό που ζητούσε, όμως κανείς δεν ή3ερε γιατί. Και κανείς δεν είχε τη διάθεση να υποστηρί3ει το αντίθετο. Απογοητευμένος από την αρνητική ε3έλι3η της έρευνάς του αποφάσισε να βρει μόνος του τον τρόπο. Το σκεφτόταν για μέρες. Έστυβε το μυαλό του να βρει πως θα μπορούσε να κοιτάα3ει κάτι που ποτέ του δεν είχε 3αναδεί. Που ήξερε ακριβώς που βρισκόταν μα και πάλι δεν το είχε ποτέ αντικρίσει σκόπιμα ή μη. "Απλά θα γυρίσω.", είπε. "Απλά θα γυρίσω και θα το κοιτά3ω." Το πιο απλό, που έμοιαζε μέχρι πριν ως το πιο αδιανόητο.
Και γύρισε. Στην αρχή αντίκρισε το φεγγάρι. Μαγεύτηκε από την ομορφιά του και δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από πάνω του. Τον συγκλόνιζε κάθε πιθαμή, κάθε γραμμή και κάθε σκιά. Και απορούσε πως τόση ομορφιά μπορούσε να χωρέσει σε κάτι τόσο απλό. Σε κάτι που ήταν πάντα εκεί και ποτέ δεν το έβλεπε. Και ευχόταν να το είχε κάνει νωρίτερα. Βυθισμένος στις σκέψεις του και μαγεμένος από την εικόνα της σελήνης 3εχνούσε να πετά. Τίποτα άλλο δεν ήταν δυνατόν να καταλάβει και τον παραμικρό χώρο στο μυαλό του πέρα από την απίστευτη πληρότητα που του προσέφερε η θέα. Και έπεφτε. Δεν το συνειδητοποιούσε αλλά έπεφτε. Και συνέχιζε να πέφτει μέχρι που το φεγγάρι έδυσε και ο ήλιος εμφανίστηκε στον ουρανό. Κι ήταν γι' αυτόν μια καινούρια έκπλη3η. Οι ακτίνες του ζέσταιναν το πρόσωπο και νέα συναισθήματα εμφανίζονταν από τα βάθη της καρδιάς του. Συναισθήματα πρωτόγνωρα και απόλυτα. Και θαύμασε και τον ήλιο. Και συνέχισε να πέφτει. Για μέρες. Και νύχτες. Και ήταν ευτυχισμένος γιατί μπορούσε να παρακολουθεί τις αγαπημένες του εικόνες 3ανά και 3ανά. Και τίποτα άλλο δεν τον ένοιαζε. Και έπεφτε.
Και γύρισε. Στην αρχή αντίκρισε το φεγγάρι. Μαγεύτηκε από την ομορφιά του και δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από πάνω του. Τον συγκλόνιζε κάθε πιθαμή, κάθε γραμμή και κάθε σκιά. Και απορούσε πως τόση ομορφιά μπορούσε να χωρέσει σε κάτι τόσο απλό. Σε κάτι που ήταν πάντα εκεί και ποτέ δεν το έβλεπε. Και ευχόταν να το είχε κάνει νωρίτερα. Βυθισμένος στις σκέψεις του και μαγεμένος από την εικόνα της σελήνης 3εχνούσε να πετά. Τίποτα άλλο δεν ήταν δυνατόν να καταλάβει και τον παραμικρό χώρο στο μυαλό του πέρα από την απίστευτη πληρότητα που του προσέφερε η θέα. Και έπεφτε. Δεν το συνειδητοποιούσε αλλά έπεφτε. Και συνέχιζε να πέφτει μέχρι που το φεγγάρι έδυσε και ο ήλιος εμφανίστηκε στον ουρανό. Κι ήταν γι' αυτόν μια καινούρια έκπλη3η. Οι ακτίνες του ζέσταιναν το πρόσωπο και νέα συναισθήματα εμφανίζονταν από τα βάθη της καρδιάς του. Συναισθήματα πρωτόγνωρα και απόλυτα. Και θαύμασε και τον ήλιο. Και συνέχισε να πέφτει. Για μέρες. Και νύχτες. Και ήταν ευτυχισμένος γιατί μπορούσε να παρακολουθεί τις αγαπημένες του εικόνες 3ανά και 3ανά. Και τίποτα άλλο δεν τον ένοιαζε. Και έπεφτε.