Δεν ντάπηκα ποτέ για τον εαυτό μου. Ντράπηκα, όμως, για το
πώς οι άλλοι με έβλεπαν. Ντράπηκα εκεί που θα έπρεπε να ντρέπονται εκείνοι. Και
κρύφτηκα. Γιατί δεν θεωρούσα πως είμαι δυνατή. Γιατί δυνατοί ήταν εκείνοι που
φώναζαν. Κι εγώ ήμουν μικρή. Και γινόμουν μικρότερη με κάθε τους λέξη. Και ήταν
η κρυψώνα μου ζεστή και οικεία. Κι αν δεν ένιωθα ωραία εκεί, τουλάχιστον είχε
ησυχία. Και μου αρέσει η ησυχία. Μου αρέσει να παίρνω το βιβλίο μου και να
διαβάζω στο ημίφως, καμιά φορά και με λίγη απαλή μουσική. Κι έτσι ακριβώς ήταν
η κρυψώνα μου. Ήσυχη και σκοτεινή. Και προπάντων εκεί που
κανείς δε θα μπορούσε να με βρει. Ανάμεσα στους άλλους. Εκεί που κανείς δεν θα
έψαχνε. Γιατί όπως αυτοί που συνήθως φωνάζουν δεν φωνάζουν στον εαυτό τους, δε
θα φώναζαν και σ’ εμένα. Γιατί εγώ ήμουν ο εαυτός τους. Η αντανάκλαση της εικόνας
τους. Και σαν κάθε τέχνη, εξελίχθηκε και η τέχνη της ανάκλασης. Και μπορούσα
τώρα να κινούμαι και στον ίδιο ρυθμό ακόμα με τις κινήσεις που αντανακλούσα. Και
σαν τεχνητή νοημοσύνη προσαρμόστηκα και υιοθέτησα τις ανακλάσεις των άλλων σαν
δικές μου. Και ήμουν εγώ που φώναζα τώρα. Αλλά φώναζα σ’ εμένα. Γιατί εγώ ήμουν
μικρή. Και κανείς δεν το ήξερε. Κι η αντανάκλαση μου ήταν μεγάλη. Όμως, δε θέλω
πια να φωνάζω. Και καθώς σταματώ, ο καθρέφτης ραγίζει. Κι η κρυψώνα μου αρχίζει
σιγά σιγά να φωτίζει. Θα χρειαστεί πολλή ησυχία για να σπάσει. Ησυχία και
χρόνο. Αλλά μπορώ να περιμένω. Γιατί στο φως αυτοί που φωνάζουν φαίνονται
μικροί. Αυτοί που φωνάζουν είναι μικροί. Κι εγώ έμαθα να είμαι μεγάλη.
τεράστια είσαι :*
ΑπάντησηΔιαγραφή^_^ <3
Διαγραφή