Κοίταζε έξω από το παράθυρο για ώρα με βλέμμα απλανές. Κανείς δεν ήξερε τι σκεφτόταν, αν σκεφτόταν κάτι. Έφερνε μόνο που και που το χέρι στα χείλη και έκοβε μια μικρή μπουκιά. Άγριες φράουλες είχε ζητήσει. Αυτό συγκεκριμένα. Δεν ήθελε τίποτε άλλο. Τις πήρε και χάθηκε στις σκέψεις της. Απόκοσμη ήταν η εικόνα της, και λίγο τρομακτική. Έτσι σαν ματωμένα που έμοιαζαν τα χείλη της και με το βλέμμα χαμένο στο κενό. Για όσους την ήξεραν, όμως, ήταν κάτι συνηθισμένο.
Στο μαγαζί αυτό ερχόταν συχνά, οπότε το θέαμα δεν ανησύχησε κανέναν ιδιαίτερα. Και με κάθε μπουκιά κατάπινε το πάθος της. Αυτό το συνονθύλευμα από φλεγόμενα αέρια και αστρική σκόνη που της έτρωγε τα σωθικά. Κι ο αέρας γύρω της έμοιαζε κρύος, μες στο κατακαλόκαιρο. Κρύος σαν βουτιά σε παγωμένη θάλασσα. Αλλά και κρύος σαν χώρος αφιλόξενος. Δεν ήταν ο χώρος, όμως, που ήταν αφιλόξενος, παρά ο ίδιος της ο εαυτός. Και τα εκρηκτικά συναισθήματα που πάσχιζαν να ξεσκίσουν το παγωμένο εξωτερικό της περίβλημα.
Αδιάφορη την είχαν χαρακτηρίσει πολλές φορές, και οι πιο κοντινοί της φίλοι ακόμα. Κι έτσι ήταν αδιάφορη, χωρίς να την πειράζει ιδιαίτερα. Καμιά φορά ίσως και ψυχρή. Όπως ακριβώς αδιάφορη έμοιαζε και τώρα. Και με κάθε μπουκιά κατάπινε τον πανικό της. Και κοίταζε το κενό καθώς η ώρα περνούσε. Και παρέμενε αδιάφορη.
Κάπου μακριά ένα ρολόι σήμανε τρεις. Κι έβλεπε τώρα αδιάφορα τον κόσμο να περνάει από μπροστά της. Κόσμος που γυρνούσε απ' τη δουλειά, κόσμος προς όλες τις κατευθύνσεις. Και είδε κι εκείνη να περνάει. Και ξέσπασε σε λυγμούς. Κι από μέσα της ξεχύθηκε το σύμπαν.
Στο μαγαζί αυτό ερχόταν συχνά, οπότε το θέαμα δεν ανησύχησε κανέναν ιδιαίτερα. Και με κάθε μπουκιά κατάπινε το πάθος της. Αυτό το συνονθύλευμα από φλεγόμενα αέρια και αστρική σκόνη που της έτρωγε τα σωθικά. Κι ο αέρας γύρω της έμοιαζε κρύος, μες στο κατακαλόκαιρο. Κρύος σαν βουτιά σε παγωμένη θάλασσα. Αλλά και κρύος σαν χώρος αφιλόξενος. Δεν ήταν ο χώρος, όμως, που ήταν αφιλόξενος, παρά ο ίδιος της ο εαυτός. Και τα εκρηκτικά συναισθήματα που πάσχιζαν να ξεσκίσουν το παγωμένο εξωτερικό της περίβλημα.
Αδιάφορη την είχαν χαρακτηρίσει πολλές φορές, και οι πιο κοντινοί της φίλοι ακόμα. Κι έτσι ήταν αδιάφορη, χωρίς να την πειράζει ιδιαίτερα. Καμιά φορά ίσως και ψυχρή. Όπως ακριβώς αδιάφορη έμοιαζε και τώρα. Και με κάθε μπουκιά κατάπινε τον πανικό της. Και κοίταζε το κενό καθώς η ώρα περνούσε. Και παρέμενε αδιάφορη.
Κάπου μακριά ένα ρολόι σήμανε τρεις. Κι έβλεπε τώρα αδιάφορα τον κόσμο να περνάει από μπροστά της. Κόσμος που γυρνούσε απ' τη δουλειά, κόσμος προς όλες τις κατευθύνσεις. Και είδε κι εκείνη να περνάει. Και ξέσπασε σε λυγμούς. Κι από μέσα της ξεχύθηκε το σύμπαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου